νεροβρασμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νεροβρασμένος η νεροβρασμένη το νεροβρασμένο
      γενική του νεροβρασμένου της νεροβρασμένης του νεροβρασμένου
    αιτιατική τον νεροβρασμένο τη νεροβρασμένη το νεροβρασμένο
     κλητική νεροβρασμένε νεροβρασμένη νεροβρασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νεροβρασμένοι οι νεροβρασμένες τα νεροβρασμένα
      γενική των νεροβρασμένων των νεροβρασμένων των νεροβρασμένων
    αιτιατική τους νεροβρασμένους τις νεροβρασμένες τα νεροβρασμένα
     κλητική νεροβρασμένοι νεροβρασμένες νεροβρασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νεροβρασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου νεροβράζω

Μετοχή

[επεξεργασία]

νεροβρασμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]