νιτσεϊκός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νιτσεϊκός η νιτσεϊκή το νιτσεϊκό
      γενική του νιτσεϊκού της νιτσεϊκής του νιτσεϊκού
    αιτιατική τον νιτσεϊκό τη νιτσεϊκή το νιτσεϊκό
     κλητική νιτσεϊκέ νιτσεϊκή νιτσεϊκό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νιτσεϊκοί οι νιτσεϊκές τα νιτσεϊκά
      γενική των νιτσεϊκών των νιτσεϊκών των νιτσεϊκών
    αιτιατική τους νιτσεϊκούς τις νιτσεϊκές τα νιτσεϊκά
     κλητική νιτσεϊκοί νιτσεϊκές νιτσεϊκά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νιτσεϊκός < Νίτσε (ο γερμανός φιλόσοφος Friedrich Nietzsche) + -ικός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική nietzschéen [1]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ni.t͡se.iˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νι‐τσε‐ϊ‐κός

Επίθετο[επεξεργασία]

νιτσεϊκός (φιλοσοφία)

  1. που αφορά ιδέα που εξέφρασε ο Νίτσε
  2. ο νιτσεϊστής

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]