νουκλεΐνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νουκλεΐνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική nuclein < γερμανική Nuclein < λατινική nucleus (πυρήνας) < υποκοριστικό του nux < πρωτοϊταλική *knuks < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *knew-
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νουκλεΐνη θηλυκό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- δεοξυριβονουκλεϊκό οξύ / δεοξυριβονουκλεϊνικό οξύ / δεοξυριβοζονουκλεϊκό οξύ / δεοξυριβοζονουκλεϊνικό οξύ
- δεσοξυριβονουκλεϊκό οξύ / δεσοξυριβονουκλεϊνικό οξύ / δεσοξυριβοζονουκλεϊκό οξύ / δεσοξυριβοζονουκλεϊνικό οξύ
- νουκλεΐδιο / νουκλίδιο
- νουκλεϊκός / νουκλεϊνικός
- νουκλεοζίτης
- νουκλεόνιο
- νουκλεοπρωτεΐνη
- νουκλεοσίδιο
- νουκλεόσωμα
- νουκλεοτιδικός
- νουκλεοτίδιο
- νουκλίδιο / νουκλεΐδιο
- πολυνουκλεοτιδικός
- πολυνουκλεοτίδιο
- ραδιονουκλίδιο
- ριβονουκλεάση
- ριβονουκλεϊκό οξύ / ριβοζονουκλεϊκό οξύ
- ριβονουκλεϊκός
- ροβονουκλεϊκό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- νουκλεΐνη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊταλική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιοχημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)