νουκλεϊκός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νουκλεϊκός η νουκλεϊκή το νουκλεϊκό
      γενική του νουκλεϊκού της νουκλεϊκής του νουκλεϊκού
    αιτιατική τον νουκλεϊκό τη νουκλεϊκή το νουκλεϊκό
     κλητική νουκλεϊκέ νουκλεϊκή νουκλεϊκό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νουκλεϊκοί οι νουκλεϊκές τα νουκλεϊκά
      γενική των νουκλεϊκών των νουκλεϊκών των νουκλεϊκών
    αιτιατική τους νουκλεϊκούς τις νουκλεϊκές τα νουκλεϊκά
     κλητική νουκλεϊκοί νουκλεϊκές νουκλεϊκά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νουκλεϊκός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική nucleic[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική nucléique[1] < λατινική nucleus (πυρήνας), υποκοριστικό του nux (=καρύδι) < πρωτοϊταλική *knuks < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *knew-

Επίθετο[επεξεργασία]

νουκλεϊκός

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. 1,0 1,1 νουκλεϊκόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)