ντεπόζιτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ντεπόζιτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική deposito
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ντεπόζιτο ουδέτερο
- η δεξαμενή· η λέξη συνηθίζεται μιλώντας για τη δεξαμενή καυσίμου των αυτοκινήτων
- τρύπησε το ντεπόζιτο από τα χαλίκια του δρόμου
- το καπάκι του ντεπόζιτου
- χρηματικό ποσό που κατατίθεται ως υποθήκη
- καΐκι που συνόδευε σφουγγαράδικο στόλο, μετέφερε προμήθειες και χρησίμευε ως αποθήκη για τα αλιευμένα σφουγγάρια