ντουμανιασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ντουμανιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ντουμανιάζω
Μετοχή
[επεξεργασία]ντουμανιασμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ντουμανιάζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ντουμανιασμένος
|