ντουμανιασμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ντουμανιασμένος η ντουμανιασμένη το ντουμανιασμένο
      γενική του ντουμανιασμένου της ντουμανιασμένης του ντουμανιασμένου
    αιτιατική τον ντουμανιασμένο την ντουμανιασμένη το ντουμανιασμένο
     κλητική ντουμανιασμένε ντουμανιασμένη ντουμανιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ντουμανιασμένοι οι ντουμανιασμένες τα ντουμανιασμένα
      γενική των ντουμανιασμένων των ντουμανιασμένων των ντουμανιασμένων
    αιτιατική τους ντουμανιασμένους τις ντουμανιασμένες τα ντουμανιασμένα
     κλητική ντουμανιασμένοι ντουμανιασμένες ντουμανιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ντουμανιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ντουμανιάζω

Μετοχή

[επεξεργασία]

ντουμανιασμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]