ξαναγραμμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξαναγραμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξαναγράφω
Μετοχή[επεξεργασία]
ξαναγραμμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ξαναγράφω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξαναγραμμένος
|