ξεγυρισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεγυρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεγυρίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
ξεγυρισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ξεγυρίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεγυρισμένος
|