ξεθεμελιωτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεθεμελιωτής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεθεμελιωτής αρσενικό
- αυτός που γκρεμίζει ένα οικοδόμημα από τα θεμέλια
- (μεταφορικά) αυτός που καταστρέφει κάτι ολοκληρωτικά, ολοσχερώς
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεθεμελιωτής
|