ξεκληρισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεκληρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεκληρίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
ξεκληρισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ξεκληρίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεκληρισμένος
|