ξεμαθημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεμαθημένος η ξεμαθημένη το ξεμαθημένο
      γενική του ξεμαθημένου της ξεμαθημένης του ξεμαθημένου
    αιτιατική τον ξεμαθημένο την ξεμαθημένη το ξεμαθημένο
     κλητική ξεμαθημένε ξεμαθημένη ξεμαθημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεμαθημένοι οι ξεμαθημένες τα ξεμαθημένα
      γενική των ξεμαθημένων των ξεμαθημένων των ξεμαθημένων
    αιτιατική τους ξεμαθημένους τις ξεμαθημένες τα ξεμαθημένα
     κλητική ξεμαθημένοι ξεμαθημένες ξεμαθημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεμαθημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεμαθαίνω

Μετοχή[επεξεργασία]

ξεμαθημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]