ξεμαθημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεμαθημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεμαθαίνω
Μετοχή[επεξεργασία]
ξεμαθημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ξεμαθαίνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεμαθημένος
|