ξεμπροστιασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεμπροστιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεμπροστιάζω
Μετοχή[επεξεργασία]
ξεμπροστιασμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ξεμπροστιάζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεμπροστιασμένος
|