ξεμπροστιασμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεμπροστιασμένος η ξεμπροστιασμένη το ξεμπροστιασμένο
      γενική του ξεμπροστιασμένου της ξεμπροστιασμένης του ξεμπροστιασμένου
    αιτιατική τον ξεμπροστιασμένο την ξεμπροστιασμένη το ξεμπροστιασμένο
     κλητική ξεμπροστιασμένε ξεμπροστιασμένη ξεμπροστιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεμπροστιασμένοι οι ξεμπροστιασμένες τα ξεμπροστιασμένα
      γενική των ξεμπροστιασμένων των ξεμπροστιασμένων των ξεμπροστιασμένων
    αιτιατική τους ξεμπροστιασμένους τις ξεμπροστιασμένες τα ξεμπροστιασμένα
     κλητική ξεμπροστιασμένοι ξεμπροστιασμένες ξεμπροστιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεμπροστιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεμπροστιάζω

Μετοχή[επεξεργασία]

ξεμπροστιασμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]