ξενοκοιμισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξενοκοιμισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξενοκοιμάμαι και ξενοκοιμούμαι
Μετοχή[επεξεργασία]
ξενοκοιμισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ξενοκοιμάμαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξενοκοιμισμένος
|