ξεντερισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεντερισμένος η ξεντερισμένη το ξεντερισμένο
      γενική του ξεντερισμένου της ξεντερισμένης του ξεντερισμένου
    αιτιατική τον ξεντερισμένο την ξεντερισμένη το ξεντερισμένο
     κλητική ξεντερισμένε ξεντερισμένη ξεντερισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεντερισμένοι οι ξεντερισμένες τα ξεντερισμένα
      γενική των ξεντερισμένων των ξεντερισμένων των ξεντερισμένων
    αιτιατική τους ξεντερισμένους τις ξεντερισμένες τα ξεντερισμένα
     κλητική ξεντερισμένοι ξεντερισμένες ξεντερισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξεντερισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεντερίζω

Μετοχή

[επεξεργασία]

ξεντερισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]