ξεπλυμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]ξεπλυμένος
- αυτός που τον έχουν ξεβγάλει από τα σαπούνια, ο ξεβγαλμένος
- Μη μου ανακατεύεις τα ξεπλυμένα με αυτά που έχουν ακόμα σαπουνάδες!
- αυτός που έχει χάσει τη λάμψη των χρωμάτων του από τα πολλά πλυσίματα (για ρούχα), ο ξεβαμμένος, ο ξεθωριασμένος
- (μεταφορικά) ο άτονος, ο απολύτως αδιάφορος, ο χλωμός, σαν ξεθωριασμένο ύφασμα, χωρίς καμία ζωηράδα στην όψη ή στην προσωπικότητα