ξεπλυμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεπλυμένος η ξεπλυμένη το ξεπλυμένο
      γενική του ξεπλυμένου της ξεπλυμένης του ξεπλυμένου
    αιτιατική τον ξεπλυμένο την ξεπλυμένη το ξεπλυμένο
     κλητική ξεπλυμένε ξεπλυμένη ξεπλυμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεπλυμένοι οι ξεπλυμένες τα ξεπλυμένα
      γενική των ξεπλυμένων των ξεπλυμένων των ξεπλυμένων
    αιτιατική τους ξεπλυμένους τις ξεπλυμένες τα ξεπλυμένα
     κλητική ξεπλυμένοι ξεπλυμένες ξεπλυμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεπλυμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου των ρημάτων ξεπλένω και ξεπλύνω

Μετοχή[επεξεργασία]

ξεπλυμένος

  1. αυτός που τον έχουν ξεβγάλει από τα σαπούνια, ο ξεβγαλμένος
    Μη μου ανακατεύεις τα ξεπλυμένα με αυτά που έχουν ακόμα σαπουνάδες!
  2. αυτός που έχει χάσει τη λάμψη των χρωμάτων του από τα πολλά πλυσίματα (για ρούχα), ο ξεβαμμένος, ο ξεθωριασμένος
  3. (μεταφορικά) ο άτονος, ο απολύτως αδιάφορος, ο χλωμός, σαν ξεθωριασμένο ύφασμα, χωρίς καμία ζωηράδα στην όψη ή στην προσωπικότητα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]