ξεσκλαβωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεσκλαβωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεσκλαβώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
ξεσκλαβωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ξεσκλαβώνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεσκλαβωμένος
|