ξεσκουντημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεσκουντημένος η ξεσκουντημένη το ξεσκουντημένο
      γενική του ξεσκουντημένου της ξεσκουντημένης του ξεσκουντημένου
    αιτιατική τον ξεσκουντημένο την ξεσκουντημένη το ξεσκουντημένο
     κλητική ξεσκουντημένε ξεσκουντημένη ξεσκουντημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεσκουντημένοι οι ξεσκουντημένες τα ξεσκουντημένα
      γενική των ξεσκουντημένων των ξεσκουντημένων των ξεσκουντημένων
    αιτιατική τους ξεσκουντημένους τις ξεσκουντημένες τα ξεσκουντημένα
     κλητική ξεσκουντημένοι ξεσκουντημένες ξεσκουντημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξεσκουντημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεσκουντώ

Μετοχή

[επεξεργασία]

ξεσκουντημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]