ξεσπιτωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεσπιτωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεσπιτώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
ξεσπιτωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ξεσπιτώνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεσπιτωμένος
|