ξεφανερωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεφανερωμένος η ξεφανερωμένη το ξεφανερωμένο
      γενική του ξεφανερωμένου της ξεφανερωμένης του ξεφανερωμένου
    αιτιατική τον ξεφανερωμένο την ξεφανερωμένη το ξεφανερωμένο
     κλητική ξεφανερωμένε ξεφανερωμένη ξεφανερωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεφανερωμένοι οι ξεφανερωμένες τα ξεφανερωμένα
      γενική των ξεφανερωμένων των ξεφανερωμένων των ξεφανερωμένων
    αιτιατική τους ξεφανερωμένους τις ξεφανερωμένες τα ξεφανερωμένα
     κλητική ξεφανερωμένοι ξεφανερωμένες ξεφανερωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξεφανερωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεφανερώνω

Μετοχή

[επεξεργασία]

ξεφανερωμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]