ξηραμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξηραμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξηραίνω
Μετοχή[επεξεργασία]
ξηραμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ξηραίνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξηραμένος
|