ξηραμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξηραμένος η ξηραμένη το ξηραμένο
      γενική του ξηραμένου της ξηραμένης του ξηραμένου
    αιτιατική τον ξηραμένο την ξηραμένη το ξηραμένο
     κλητική ξηραμένε ξηραμένη ξηραμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξηραμένοι οι ξηραμένες τα ξηραμένα
      γενική των ξηραμένων των ξηραμένων των ξηραμένων
    αιτιατική τους ξηραμένους τις ξηραμένες τα ξηραμένα
     κλητική ξηραμένοι ξηραμένες ξηραμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξηραμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξηραίνω

Μετοχή[επεξεργασία]

ξηραμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]