ξιδιαστός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ξιδιαστός
- (σπάνιο) άλλη μορφή του ξιδάτος
- ※ Στο τραπέζι υπάρχει το άγγιγμα της παράδοσης. Ας πούμε αγκιναράκι ξιδιαστό ή λιόκαφτο σκουμπρί. Και αυτή την εποχή των καλαμαριών, το κυρίως είναι καλαμάρι με πένες και κεφαλοτύρι. (εφ. Το Βήμα, 8.12.2015)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ξίδι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξιδιαστός
|