οδοντοτεχνικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οδοντοτεχνικός η οδοντοτεχνική το οδοντοτεχνικό
      γενική του οδοντοτεχνικού της οδοντοτεχνικής του οδοντοτεχνικού
    αιτιατική τον οδοντοτεχνικό την οδοντοτεχνική το οδοντοτεχνικό
     κλητική οδοντοτεχνικέ οδοντοτεχνική οδοντοτεχνικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οδοντοτεχνικοί οι οδοντοτεχνικές τα οδοντοτεχνικά
      γενική των οδοντοτεχνικών των οδοντοτεχνικών των οδοντοτεχνικών
    αιτιατική τους οδοντοτεχνικούς τις οδοντοτεχνικές τα οδοντοτεχνικά
     κλητική οδοντοτεχνικοί οδοντοτεχνικές οδοντοτεχνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οδοντοτεχνικός < οδοντοτεχνία + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

οδοντοτεχνικός

  1. που έχει σχέση με την οδοντοτεχνία ή τους οδοντοτεχνίτες ή αναφέρεται σ’ αυτά
    οδοντοτεχνικός σύλλογος
  2. (ουσιαστικοποιημένο) οδοντοτεχνική

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]