οδοντωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οδοντωμένος η οδοντωμένη το οδοντωμένο
      γενική του οδοντωμένου της οδοντωμένης του οδοντωμένου
    αιτιατική τον οδοντωμένο την οδοντωμένη το οδοντωμένο
     κλητική οδοντωμένε οδοντωμένη οδοντωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οδοντωμένοι οι οδοντωμένες τα οδοντωμένα
      γενική των οδοντωμένων των οδοντωμένων των οδοντωμένων
    αιτιατική τους οδοντωμένους τις οδοντωμένες τα οδοντωμένα
     κλητική οδοντωμένοι οδοντωμένες οδοντωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οδοντωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου οδοντώνομαι < οδοντώνω

Μετοχή[επεξεργασία]

οδοντωμένος, -η, -ο

  1. αυτός που έχει δόντια
    • αυτός στον οποίο έβαλαν δόντια
  2. αυτό που έχει προεξοχές που θυμίζουν δόντια

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]