οδυρμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οδυρμένος η οδυρμένη το οδυρμένο
      γενική του οδυρμένου της οδυρμένης του οδυρμένου
    αιτιατική τον οδυρμένο την οδυρμένη το οδυρμένο
     κλητική οδυρμένε οδυρμένη οδυρμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οδυρμένοι οι οδυρμένες τα οδυρμένα
      γενική των οδυρμένων των οδυρμένων των οδυρμένων
    αιτιατική τους οδυρμένους τις οδυρμένες τα οδυρμένα
     κλητική οδυρμένοι οδυρμένες οδυρμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οδυρμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου οδύρομαι

Μετοχή[επεξεργασία]

οδυρμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]