Μετάβαση στο περιεχόμενο

οδωνυμικό

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οδωνυμικό τα οδωνυμικά
      γενική του οδωνυμικού των οδωνυμικών
    αιτιατική το οδωνυμικό τα οδωνυμικά
     κλητική οδωνυμικό οδωνυμικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
οδωνυμικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου οδωνυμικός: < οδ- + ουδέτερο του -ωνυμικός

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /o.ðo.ni.miˈko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οδωνυμικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

οδωνυμικό ουδέτερο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

οδωνυμικό

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του οδωνυμικός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του οδωνυμικός