οδωνυμικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οδωνυμικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου οδωνυμικός: < οδ- + ουδέτερο του -ωνυμικός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /o.ðo.ni.miˈko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐δω‐νυ‐μι‐κό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οδωνυμικό ουδέτερο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οδωνυμικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
οδωνυμικό
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του οδωνυμικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του οδωνυμικός
Πηγές[επεξεργασία]
- οδωνυμικός, οδωνυμικό - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα οδ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ωνυμικός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)