οδωνυμικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οδωνυμικός η οδωνυμική το οδωνυμικό
      γενική του οδωνυμικού της οδωνυμικής του οδωνυμικού
    αιτιατική τον οδωνυμικό την οδωνυμική το οδωνυμικό
     κλητική οδωνυμικέ οδωνυμική οδωνυμικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οδωνυμικοί οι οδωνυμικές τα οδωνυμικά
      γενική των οδωνυμικών των οδωνυμικών των οδωνυμικών
    αιτιατική τους οδωνυμικούς τις οδωνυμικές τα οδωνυμικά
     κλητική οδωνυμικοί οδωνυμικές οδωνυμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οδωνυμικός < οδωνύμ(ιο) + -ικός. Μορφολογικά αναλύεται σε οδ(ός) + -ωνυμικός.
Και (ουσιαστικοποιημένο).

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /o.ðo.ni.miˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐δω‐νυ‐μι‐κός

Επίθετο[επεξεργασία]

οδωνυμικός, -ή, -ό

  1. που αναφέρεται στα ονόματα των οδών ή έχει σχέση μ’ αυτά
  2. (ουσιαστικοποιημένο) οδωνυμικό: η ονομασία μιας οδού
     συνώνυμα: οδωνύμιο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • οδωνυμικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)