οικήσιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οικήσιμος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
οικήσιμος, -η, -ο
- κατάλληλος για κατοικία, που μπορεί να κατοικηθεί
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οικήσιμος
→ δείτε τη λέξη κατοικήσιμος |