οικήσιμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οικήσιμος η οικήσιμη το οικήσιμο
      γενική του οικήσιμου της οικήσιμης του οικήσιμου
    αιτιατική τον οικήσιμο την οικήσιμη το οικήσιμο
     κλητική οικήσιμε οικήσιμη οικήσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οικήσιμοι οι οικήσιμες τα οικήσιμα
      γενική των οικήσιμων των οικήσιμων των οικήσιμων
    αιτιατική τους οικήσιμους τις οικήσιμες τα οικήσιμα
     κλητική οικήσιμοι οικήσιμες οικήσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οικήσιμος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

οικήσιμος, -η, -ο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]