ολιγοεδρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ολιγοεδρικός, -ή, -ό
- (πολιτική) (για εκλογική περιφέρεια) που έχει λίγες εκλογικές έδρες, που εκλέγει λίγους βουλευτές
- ※ Ένα σύστημα στο οποίο η εκλογή των βουλευτών προκύπτει αφενός σε μονοεδρικές (ή ολιγοεδρικές) εκλογικές περιφέρειες και αφετέρου σε ευρύτερες διοικητικές περιφέρειες ή (στην επικράτεια) με εκλογικό κατάλογο. (www.kathimerini.gr, 30.08.2009)
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ολιγοεδρικός
|