ολιγόθερμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ολιγόθερμος η ολιγόθερμη το ολιγόθερμο
      γενική του ολιγόθερμου της ολιγόθερμης του ολιγόθερμου
    αιτιατική τον ολιγόθερμο την ολιγόθερμη το ολιγόθερμο
     κλητική ολιγόθερμε ολιγόθερμη ολιγόθερμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ολιγόθερμοι οι ολιγόθερμες τα ολιγόθερμα
      γενική των ολιγόθερμων των ολιγόθερμων των ολιγόθερμων
    αιτιατική τους ολιγόθερμους τις ολιγόθερμες τα ολιγόθερμα
     κλητική ολιγόθερμοι ολιγόθερμες ολιγόθερμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ολιγόθερμος < αρχαία ελληνική ὀλιγόθερμος < ὀλίγος + θερμός

Επίθετο[επεξεργασία]

ολιγόθερμος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]