ολιγόθερμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ολιγόθερμος < αρχαία ελληνική ὀλιγόθερμος < ὀλίγος + θερμός
Επίθετο[επεξεργασία]
ολιγόθερμος
- που έχει χαμηλή θερμοκρασία (για ζώα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ολιγόθερμος
|