ολοφυρόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ολοφυρόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος ολοφύρομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
ολοφυρόμενος, -η, -ο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ολοφύρομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ολοφυρόμενος
|