ομιχλιασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ομιχλιασμένος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /o.mi.xʎaˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐μι‐χλια‐σμέ‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
ομιχλιασμένος, -η, -ο
- (λαϊκότροπο) που περικλείεται από ομίχλη, σκεπασμένος από καταχνιά, που είναι ομιχλώδης
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ομιχλιασμένος
→ δείτε τη λέξη ομιχλώδης |
Πηγές[επεξεργασία]
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)