ομοερωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ομοερωτικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική homoerotic < αρχαία ελληνική ὁμο- (< ὁμός) + ἐρωτικός (< ἔρως)
Επίθετο[επεξεργασία]
ομοερωτικός, -ή, -ό
- ομοφυλοφιλικός
- «Λάνη τάφος», «Μέσα στα καπηλειά», «Να μείνει». Τρία από τα Αναγνωρισμένα ποιήματα του Καβάφη, στα οποία, ρητή ή υπαινικτικότερη, η ομοερωτική επιθυμία είναι αντιληπτή. (*)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ομοερωτικός αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ομοερωτικός
|