ομοιοκάταρκτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ομοιοκάταρκτο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ομοιοκάταρκτος < αρχαία ελληνική ὁμοιοκάταρκτος < ὅμοιος (ομοιο-_ + κατά (κάτ-) + ἄρχω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ομοιοκάταρκτο ουδέτερο
- (φιλολογία) λογοτεχνικό σχήμα, κατά το οποίο δύο ή περισσότερες φράσεις, στίχοι ή λέξεις αρχίζουν με την ίδια συλλαβή ή τους ίδιους φθόγγους
- ※ Ποτάμι νεπλημμύρισε, σε περιβόλι μπαίνει, / ποτίζει δέντρ' αρίθμητα, μηλιές και κυπαρίσσια. (*)
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ομοιοκάταρκτο
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ομοιοκάταρκτο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ομοιοκάταρκτος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ομοιο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα κάτ- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φιλολογία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)