ομοτράπεζος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ομοτράπεζος < αρχαία ελληνική ὁμοτράπεζος
Επίθετο[επεξεργασία]
ομοτράπεζος
- αυτός που τρώει στο ίδιο τραπέζι
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ομοτράπεζος