ονειδισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ονειδισμένος η ονειδισμένη το ονειδισμένο
      γενική του ονειδισμένου της ονειδισμένης του ονειδισμένου
    αιτιατική τον ονειδισμένο την ονειδισμένη το ονειδισμένο
     κλητική ονειδισμένε ονειδισμένη ονειδισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ονειδισμένοι οι ονειδισμένες τα ονειδισμένα
      γενική των ονειδισμένων των ονειδισμένων των ονειδισμένων
    αιτιατική τους ονειδισμένους τις ονειδισμένες τα ονειδισμένα
     κλητική ονειδισμένοι ονειδισμένες ονειδισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ονειδισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ονειδίζω

Μετοχή[επεξεργασία]

ονειδισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]