ονειδισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ονειδισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ονειδίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
ονειδισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ονειδίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ονειδισμένος
|