ονύχωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ονύχωση οι ονυχώσεις
      γενική της ονύχωσης* των ονυχώσεων
    αιτιατική την ονύχωση τις ονυχώσεις
     κλητική ονύχωση ονυχώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ονυχώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ονύχωση < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική onychose < αρχαία ελληνική ὄνυξ + -ωση

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /oˈni.xo.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐νύ‐χω‐ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ονύχωση θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)