οπισθοχωρητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οπισθοχωρητικός < οπισθοχωρώ + -τικός
Επίθετο[επεξεργασία]
οπισθοχωρητικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την οπισθοχώρηση ή αναφέρεται σ' αυτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- οπισθοχωρητικά
- → δείτε τις λέξεις οπισθοχωρώ, όπισθεν και χωρώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οπισθοχωρητικός
|