οπτασιασμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οπτασιασμένος η οπτασιασμένη το οπτασιασμένο
      γενική του οπτασιασμένου της οπτασιασμένης του οπτασιασμένου
    αιτιατική τον οπτασιασμένο την οπτασιασμένη το οπτασιασμένο
     κλητική οπτασιασμένε οπτασιασμένη οπτασιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οπτασιασμένοι οι οπτασιασμένες τα οπτασιασμένα
      γενική των οπτασιασμένων των οπτασιασμένων των οπτασιασμένων
    αιτιατική τους οπτασιασμένους τις οπτασιασμένες τα οπτασιασμένα
     κλητική οπτασιασμένοι οπτασιασμένες οπτασιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οπτασιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου οπτασιάζομαι

Μετοχή[επεξεργασία]

οπτασιασμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]