οπτασιασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οπτασιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου οπτασιάζομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
οπτασιασμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη οπτασιάζομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οπτασιασμένος
|