οπτόπλινθος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οπτόπλινθος οι οπτόπλινθοι (οπτόπλινθες)
      γενική της οπτοπλίνθου των οπτοπλίνθων
    αιτιατική την οπτόπλινθο τις οπτοπλίνθους (οπτόπλινθες)
     κλητική οπτόπλινθε (οπτόπλινθο) οπτόπλινθοι (οπτόπλινθες)
Κατηγορία όπως «διάμετρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οπτόπλινθος < οπτ(ός) + -ό- + πλίνθος από την αρχαία φράση πλίνθοι ὀπταί[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οπτόπλινθος θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]