οργανοπαίκτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οργανοπαίκτης < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ὀργανοπαίκτης < αρχαία ελληνική ὄργανον + παίκτης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οργανοπαίκτης αρσενικό (θηλυκό οργανοπαίκτρια)
- (επάγγελμα) αυτός που παίζει (επαγγελματικά) κάποιο (λαϊκό) μουσικό όργανο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οργανοπαίκτης
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)