ορειχαλκωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ορειχαλκωμένος η ορειχαλκωμένη το ορειχαλκωμένο
      γενική του ορειχαλκωμένου της ορειχαλκωμένης του ορειχαλκωμένου
    αιτιατική τον ορειχαλκωμένο την ορειχαλκωμένη το ορειχαλκωμένο
     κλητική ορειχαλκωμένε ορειχαλκωμένη ορειχαλκωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ορειχαλκωμένοι οι ορειχαλκωμένες τα ορειχαλκωμένα
      γενική των ορειχαλκωμένων των ορειχαλκωμένων των ορειχαλκωμένων
    αιτιατική τους ορειχαλκωμένους τις ορειχαλκωμένες τα ορειχαλκωμένα
     κλητική ορειχαλκωμένοι ορειχαλκωμένες ορειχαλκωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ορειχαλκωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ορειχαλκώνω

Μετοχή[επεξεργασία]

ορειχαλκωμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]