ορθορεξία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /oɾ.θo.ɾeˈksi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ορ‐θο‐ρε‐ξί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ορθορεξία θηλυκό
- (νεολογισμός) η νευρωτική εμμονή με την υγιεινή διατροφή
- ※ Η «νευρική ορθορεξία», δηλαδή η μανία κατανάλωσης μόνο υγιεινών τροφών, κυρίως βιολογικών ή οργανικών και η αυστηρότατη αποφυγή κατανάλωσης τροφών αυξημένων σε λιπαρά ή όσων περιέχουν πρόσθετα ή συντηρητικά, μπορεί να αποβεί επικίνδυνη για την υγεία μας. (Επικίνδυνη η «νευρική ορθορεξία», Το Βήμα, 23 Μαρτίου 2011)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ορθορεξία
Πηγές[επεξεργασία]
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ορθ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)