οριζοντιογραφικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οριζοντιογραφικός η οριζοντιογραφική το οριζοντιογραφικό
      γενική του οριζοντιογραφικού της οριζοντιογραφικής του οριζοντιογραφικού
    αιτιατική τον οριζοντιογραφικό την οριζοντιογραφική το οριζοντιογραφικό
     κλητική οριζοντιογραφικέ οριζοντιογραφική οριζοντιογραφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οριζοντιογραφικοί οι οριζοντιογραφικές τα οριζοντιογραφικά
      γενική των οριζοντιογραφικών των οριζοντιογραφικών των οριζοντιογραφικών
    αιτιατική τους οριζοντιογραφικούς τις οριζοντιογραφικές τα οριζοντιογραφικά
     κλητική οριζοντιογραφικοί οριζοντιογραφικές οριζοντιογραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οριζοντιογραφικός < οριζοντιογραφ(ία) + -ικός• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /o.ɾi.zon.di.o.ɣɾa.fiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐ρι‐ζο‐ντι‐ο‐γρα‐φι‐κός

Επίθετο[επεξεργασία]

οριζοντιογραφικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]