οριστικοποιημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οριστικοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου οριστικοποιώ
Μετοχή[επεξεργασία]
οριστικοποιημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη οριστικοποιώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οριστικοποιημένος
|