ορμημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ορμημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ορμώ
Μετοχή[επεξεργασία]
ορμημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ορμώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ορμημένος
|