ορμηνεμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ορμηνεμένος η ορμηνεμένη το ορμηνεμένο
      γενική του ορμηνεμένου της ορμηνεμένης του ορμηνεμένου
    αιτιατική τον ορμηνεμένο την ορμηνεμένη το ορμηνεμένο
     κλητική ορμηνεμένε ορμηνεμένη ορμηνεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ορμηνεμένοι οι ορμηνεμένες τα ορμηνεμένα
      γενική των ορμηνεμένων των ορμηνεμένων των ορμηνεμένων
    αιτιατική τους ορμηνεμένους τις ορμηνεμένες τα ορμηνεμένα
     κλητική ορμηνεμένοι ορμηνεμένες ορμηνεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ορμηνεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ορμηνεύω

Μετοχή[επεξεργασία]

ορμηνεμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]