οροθετημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οροθετημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου οροθετώ
Μετοχή[επεξεργασία]
οροθετημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη οροθετώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οροθετημένος
|