οστεωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οστεωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου οστεώνω, οστεώνομαι
Μετοχή
[επεξεργασία]οστεωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη οστεώνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οστεωμένος
|