οστεωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οστεωμένος η οστεωμένη το οστεωμένο
      γενική του οστεωμένου της οστεωμένης του οστεωμένου
    αιτιατική τον οστεωμένο την οστεωμένη το οστεωμένο
     κλητική οστεωμένε οστεωμένη οστεωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οστεωμένοι οι οστεωμένες τα οστεωμένα
      γενική των οστεωμένων των οστεωμένων των οστεωμένων
    αιτιατική τους οστεωμένους τις οστεωμένες τα οστεωμένα
     κλητική οστεωμένοι οστεωμένες οστεωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
οστεωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου οστεώνω, οστεώνομαι

Μετοχή

[επεξεργασία]

οστεωμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]