ουνιταριανός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ουνιταριανός η ουνιταριανή το ουνιταριανό
      γενική του ουνιταριανού της ουνιταριανής του ουνιταριανού
    αιτιατική τον ουνιταριανό την ουνιταριανή το ουνιταριανό
     κλητική ουνιταριανέ ουνιταριανή ουνιταριανό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ουνιταριανοί οι ουνιταριανές τα ουνιταριανά
      γενική των ουνιταριανών των ουνιταριανών των ουνιταριανών
    αιτιατική τους ουνιταριανούς τις ουνιταριανές τα ουνιταριανά
     κλητική ουνιταριανοί ουνιταριανές ουνιταριανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ουνιταριανός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

ουνιταριανός

Συγγενικά[επεξεργασία]

  1. αντιτριαδικός
  2. σοκινιανός
  3. ουνιταριανισμός
  4. ουνιταρισμός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]