ουραλοαλταϊκός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ουραλοαλταϊκός η ουραλοαλταϊκή το ουραλοαλταϊκό
      γενική του ουραλοαλταϊκού της ουραλοαλταϊκής του ουραλοαλταϊκού
    αιτιατική τον ουραλοαλταϊκό την ουραλοαλταϊκή το ουραλοαλταϊκό
     κλητική ουραλοαλταϊκέ ουραλοαλταϊκή ουραλοαλταϊκό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ουραλοαλταϊκοί οι ουραλοαλταϊκές τα ουραλοαλταϊκά
      γενική των ουραλοαλταϊκών των ουραλοαλταϊκών των ουραλοαλταϊκών
    αιτιατική τους ουραλοαλταϊκούς τις ουραλοαλταϊκές τα ουραλοαλταϊκά
     κλητική ουραλοαλταϊκοί ουραλοαλταϊκές ουραλοαλταϊκά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ουραλοαλταϊκός < Ουράλια + -ο- + αλταϊκός

Επίθετο[επεξεργασία]

ουραλοαλταϊκός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με τα Ουράλια και τα Αλτάια όρη ή αναφέρεται σ’ αυτά
  2. (γλωσσολογία) οι ουραλικές και αλταϊκές γλώσσες ως γλωσσική οικογένεια

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]